Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το φις

См. также в других словарях:

  • φις — το άκλ. (λ. γαλλ.), ρευματολήπτης, εξάρτημα με δύο ή περισσότερες μετάλλινες προεξοχές που μπαίνουν σε αντίστοιχες τρύπες του ρευματοδότη (της πρίζας): Βάλε το φις στην πρίζα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φις — το, Ν άκλ. (κν. ονομ.) ρευματολήπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fiche < ρ. ficher «μπήγω, βάζω μέσα» < λατ. figo «μπήγω, στερεώνω»] …   Dictionary of Greek

  • SALAMIS vel SALAMIN — SALAMIS, vel SALAMIN hodie Coluri, teste Sophianô, insula sinus Saronici, inter Peloponnesum et Atticam, Aeginae proxima. Dionysius v. 511. Πρόςθε δὲ Σουνιάδος κορυφῆς, ἐφύπερθεν Α᾿βάντων Φαίνονται Σαλαμίς τε καὶ Αἰγίνης πτολιέθρον. Olim Cychria …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λικριφίς — (Α) επίρρ. πλαγίως, από τα πλάγια («λικριφὶς ἀΐξας», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λεχρι φίς, με ανομοίωση δασέων ( χ > κ ) και τροπή τού ε σε ι < λέχριος «εγκάρσιος, πλάγιος» + φις< φι, κατάλ. τής παλαιάς οργανικής πτώσης με υστερογενές ς… …   Dictionary of Greek

  • ρευματολήπτης — ο, Ν (ηλεκτρολ.) διάταξη για τη λήψη ρεύματος, που χρησιμοποιείται στις φορητές ηλεκτρικές συσκευές, βρίσκεται στο άκρο τού καλωδίου σύνδεσης, ενώ το άλλο του άκρο συνδέεται μόνιμα με τη συσκευή και φέρει μεταλλικές επαφές, οι οποίες συνδέονται… …   Dictionary of Greek

  • FIDES — I. FIDES dea a Romanis culta; testibus Cic. Lactant. August. Primus omnium Numa, ei templum erexit, sacrificiaque statuit sumptu publico. Sine caede et sanguine, ipsi velati Flamines, albo panno sacra faciebant. Quin illuc curru arcuato, manu ad… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SERPENS — callidissimum animal, inter bestias agri, Gen. c. 3. v. 1. hominique ante lapsum gratissimum, ob peculiarem hunc prudentiae characterem, quae non ratione, sed celerrimo spirituum ac membrorum, ad haec illaque obiecta, motu constabat; mox Satanae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SYRIA — provincia maxima Asiae, inter Ciliciam et mare Syrium ad occasum et Mesopotamiam ad ortum, Euphrate fluv. hanc disterminante, illam monte Amanô: cui Armenia minor incumbit ad Arctos, ad meridiem vero Arabia deserta, et Palaestina; (quae apud Ptol …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αέρτιτος — ἀέρτιτος, ον λ. άγνωστης σημασίας, που χρησιμοποιήθηκε στη Μυκηναϊκή (a e ti to) ως προσδιορισμός κάποιας ιδιότητας τού λαδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + *ερτιτος < ουσ. ἔρτις «είδος βοτάνου» πρβλ. λ. ἐρτί(F)φις] …   Dictionary of Greek

  • τηλέφωνο — Το σύνολο των συσκευών και διατάξεων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση μιας τηλεπικοινωνίας, κατά την οποία μεταβιβάζεται η ομιλία. Ένα τηλεφωνικό σύστημα αποτελείται βασικά από ένα μικρόφωνο, από ένα μέσο σύνδεσης, από ένα ακουστικό και από …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»